Στις απαρχές του μπαλέτου κατά την Ιταλική Αναγέννηση, ο εν λόγω χορός αποτέλεσε χορευτική παράφραση της ξιφασκίας- σύντομα εξήχθη στη γαλλική αυλή της Αικατερίνης των Μεδίκων ενώ επί Λουδοβίκου ΙΑ’ τα επί μέρους στοιχεία του καθορίστηκαν από τον Πιέρ Μπωσάν (Pierre Beauchamp). To 1661 ιδρύεται ο πρώτος χορευτικός θίασος (το λεγόμενο Corps de ballet), το Μπαλέτο της Όπερας των Παοισίων (Ballet de I’Opera de Paris), ως παράρτημα στη Βασιλική Ακαδηαία Χορού (Academie Royale de la Danse)· στην «καθέλκυση» αυτή οφείλεται και η ευρεία χρήση της γαλλικής γλώσσας στο λεξιλόγιο του μπαλέτου. Στον 18ο αιώνα, παρά τις μεταρυθμίσεις του Ζαν-Ζωρζ Νοβέρ, το μπαλέτο εξέπεσε σε παρακμή στη Γαλλία μετά το 1830, ωστόσο συνεχίστηκε στην Ιταλία, τη Ρωσία και τη Δανία. Επιστρέφει στο ευρωπαϊκό προσκήνιο λίγο πριν τον Α’Παγκόσμιο Πόλεαο. μέσω ενός ρωσικού θιάσου, τα περίφημα πλέον Ρωσικά Μπαλέτα του Σεργκέι Ντιάγκιλεφ- ο εν λόγω θίασος αποτέλεσε καταφύγιο για πολλούς Ρώσους χορευτές, σε μια εποχή που η ανησυχία και η πείνα ήταν σε έξαρση, αποτέλεσμα και της Οκτωβριανής Επανάστασης των Μπολσεβίκων. Μαζί τους μεταλαμπάδευσαν στη Δυτική Ευρώπη τους χορογραφικούς και υφολογικούς νεωτερισμούς, που άνθιζαν άλλοτε υπό τη βασιλεία των Τσάρων.
Τον 20ό αιώνα, το μπαλέτο αποτελεί μείζονα παράγοντα επιροής στο πλαίσιο του σκηνικού χορού γενικότερα, και ταυτόχρονα διευρύνει τα υφολογικά του στοιχεία. Ο Αμερικανός χορογράφος George Balanchine εδραιώνει αυτό που πλέον αναγνωρίζεται ως νεοκλασικό ιμπαλέτο. ενώ περαιτέρω εξελίξεις περιλαμβάνουν τον σύγχρονο γορό. Το μετα-στρουκτουραλιστικό μπαλέτο. όπως κυρίως εκφράζεται μέσα από το έργο του Αμερικανού William Forsythe, ο οποίος εδρεύει στη Γερμανία.